«Λεβέντικος» και «λαϊκός» αθλητισμός...
Μα, υπήρχε;» Ρητορικό. Βεβαίως και υπήρχε. Όχι τυποποιημένα, «σημερινά». Αυτοσχέδια, ευκαιριακά. Πρώτη ύλη ακατέργαστη, χωρίς φτιασίδια, ατόφια, σε λόγγους και σε σχόλες. Για να μπορεί, σαν ήρθε το λυτρωτικό μπαρούτι, να γράφει ο Μακρυγιάννης (Απομνημονεύματα) εκείνες τις άγιες αράδες: «Λέγω εις τους αναγνώστες μου, μα την πατρίδα, οι τριακόσιοι αυτήνοι δεν ήταν άνθρωποι, ήταν αϊτοί στα ποδάρια και λιοντάρια εις την καρδιά. Εν τουφέκι ρίξανε στους Τούρκους και βγάλαν’ τα σπαθιά... Και μετά τη μάχη χορός, τραγούδι και αγωνίσματα...».
Γράφει ο Ηλίας Αλεξόπουλος
Οι σοφοί χώρισαν τον αθλητισμό της (προ)επαναστατικής περιόδου σε δυο κατηγορίες: «λεβέντικη» και «λαϊκή».
Η πρώτη, των Κλεφταρματολών. Μια σταθερή έκφραση στα ορεσίβια λημέρια, με βασικό της στόχο την «καλλιέργεια» της σωματικής ρώμης, ενόψει των μαχών.
Η άλλη, ήταν του λαού. Παιδιές και αγωνίσματα, ενίοτε σε πλαίσιο αυτοσχέδιων αγώνων, κομμάτι ενός εθιμοτυπικού, που πλαισίωνε θρησκευτικές εορτές και πανηγύρια, σε εξωκκλήσιες αυλές, αλώνια ή πλατέματα, συχνότερα τις Κυριακές, την Πασχαλιά. Με (υποσυνείδητο) στόχο, πλην της ψυχαγωγίας, τη διατήρηση της εθνικής ενότητας – ταυτότητας.
Από παραδείγματα, σωρός... Σε βενετσιάνικη έκδοση του 1815 («Αρχαιολογία»), ο Ηπειρώτης καλόγερος, Γρηγόρης Παλιουρίτης περιγράφει αγώνες, ανήμερα του Άη Γιώργη, σε χωριό των Ιωαννίνων.
Ο Θεόδωρος Χατζημιχάλης («Ένα πανηγύρι στα χρόνια της σκλαβιάς») καταγράφει το πανηγύρι των Αγ. Αντωνίων στην Αγιά, ο δε Κώστας Τσιαντάς («Τα αγωνίσματα των κλεφταρματωλών ως προσφορά και ως έπος στην εθνεγερσία») αυτό του Αγ. Γεωργίου στην Αράχωβα...
Τα αγωνίσματα...
Και τ’ αγωνίσματα; Όσα δεν διέσωσε η πένα των Γάλλων περιηγητών (Didot, Pouqueville κ.λπ.), τη διέσωσε η συγκλονιστική δεξαμενή των δημοτικών μας τραγουδιών.
● ΣΗΜΑΔΙ: «Toυφέκι μου περήφανο, σπαθί μου παινεμένο και το καριοφιλάκι μου σαν κόρη φυλαγμένο...». Το δημοφιλέστερο «σπορ» των Κλεφταρματολών. Ένας στόχος, σημάδεμα και βόλι, καριοφύλλι και κουμπούρα. Μαρτυρείται κι «εναλλακτικά»: πετούσε κάποιος στον αέρα ένα δακτυλίδι και ο σκοπευτής προσπαθούσε να περάσει το βόλι από μέσα!
● ΠΗΔΗΜΑ: Σε τρεις μορφές: άλμα μ’ ένα βήμα («τσμια»), δύο («τσδυο»), τρία («τστρεις»). «Εις μήκος» (πάνω από ρυάκια, θάμνους, βράχους), αλλά και σε «εις ύψος». Π.χ., πάνω από... ενωμένες πλάτες αλόγων! Πώς υπολόγιζαν την επίδοση; Πάντως, στο «Υπόμνημα των Ψαρών» του Νικόδημου, το ρεκόρ του καπετάν Μακρή στο τριπλό, υπολογίστηκε ίσο με «960 βελόνες του ραψίματος»!
● ΠΑΛΕΜΑ: Κληρονομιά αιώνων. Σταθερό θέαμα και των τοπικών γιορτών, «μπροστά στα μάτια της πανέμορφης κοπελιάς, της τσούπας», κατά την παρατήρηση του Βασίλη Βυτίναρου («Αθλητική Ηχώ», φ. 25/3/1987). Ο Βρατσάνος («Αθλητικά Χρονικά», φ. 20/4/1932) αναφέρει ότι στα Ψαρά, σε σχόλες και γιορτές, «μερικοί εγυμνώνοντο, άλειφαν το κορμί τους με λάδι και εγυμνάζοντο στην τούρκικη πάλη».
● ΛΙΘΑΡΙ: «Εκατό οργιές το πήδημα, εξήντα το λιθάρι...». Εξίσου δημοφιλές, «προγονάκι» της σφαιροβολίας. Μια πέτρα (λιθάρι) ακανόνιστου σχήματος και βάρους και... όποιος της πετάξει πιο μακριά. Παραμονές του ’21, ο Didot το «αποκάλυπτε» και σε μορφή... δισκοβολίας: «Το ρίξιμο του μαρμαρένιου δίσκου διατηρείται ακόμη σε μερικά νησιά...».
● ΔΡΟΜΟΙ: «Τρέξιμο», «πηλάλα» ή «γλάκιο» (ανάλογα τον τόπο), ποιος θα πάει γρηγορότερα ως την πηγή, το λόφο απέναντι, τον πλάτανο. Στη λαϊκή του εκδοχή, απαντάται και μετ’ εμποδίων (φυσικά για τους «λημερίτες», τεχνητά ή φυσικά για τους «πανηγυρτζήδες»), σε ανηφοριά ή αυτό: «το κυνήγι του λαγού»! Έπρεπε, λέει, να τον πιάσουν, δίχως να χρησιμοποιήσουν άλογο ή όπλα. Με τα χέρια...
● ΙΠΠΑΣΙΑ: Ο καλός αγωνιστής ήταν, εξ ορισμού, και έξοχος αναβάτης. Πέραν της ένοπλης ιππικής επιδεξιότητας, αγώνες ταχύτητας ή υπερπήδησης εμποδίων γίνονταν συνέχεια. Συν κάτι πολύ πιο σύνθετο: αναβάσεις και καταβάσεις, ενώ ο ίππος κάλπαζε, έχοντας αναπτύξει μέγιστη ταχύτητα! Ο απλός λαός το ασκούσε σπανιότερα. Αναγκαστικά. Τα άλογα τους τα ‘παιρναν οι Τούρκοι...
● ΔΟΚΙΜΙ: «Λιθάρι έχω ‘ς την πόρτα μου, δοκίμι ‘ς την αυλή μου κι όποιος το σηκώσ’ απότ’ εσάς, εκειός θελά με πάρει...». Άρση (βαρών) ογκώδους λίθου ή μαρμάρου, είτε μ’ ένα, είτε με τα δύο χέρια – ανάλογα του βάρους. «Όταν δε είναι πολύ, μέχρι του ώμου και εκείθεν προς τα οπίσω “του νώμου των”» (λεξικό Παντελίδη). Κι ενίοτε, στην πλάτη. Οι ρίζες του χάνονται στα ακριτικά χρόνια (Διγενής).
Αυτά ήταν... Κι ακόμα, ο χορός, το τόξο (περίφημη, παράδειγμα, στην Κρήτη, η αντάρτικη δράση των Χαϊνηδων σε «σαϊτα» και «δοξάρι»), το κολύμπι (νησιώτες, κύρια, Υδραίοι, Σπετσιώτες, Ψαριανοί. Κρήτες, του Αιγαίου), το σπαθί...
«Τρόπαιο», ένα... οικόσιτο αρνί!
Στους λαϊκούς αγώνες, τα έπαθλα δεν έλειπαν. Συνηθέστερα, ένα οικόσιτο αρνί. Η άλλο «σφαχτό». Μαρτυρούνται κι άλλα τρόφιμα (όλα πήγαιναν μετά στο κοινό τραπέζι). Παράδειγμα, κουλούρες.
Ο Παλιουρίτης («Αρχαιολογία») λέει: για τον πρώτο «εν αρνείον», για τον δεύτερο χέλι («έγχυλυ») για τον τρίτο «οψάριον», ενώ οι αποτυγχόντες «συριγμούς απεκόμιζον».
Στο Υπόμνημα του (Ψαριανού) Νικόδημου, πάλι, τονίζεται ότι «οι χαμένοι επλήρωναν τα έξοδα γεύματος πλουσίου», ενώ ο Μπουοντελμόντι (Κρήτη) γράφει πως «τιμούν τον νικητή μ’ ένα στεφάνι από πράσινα φύλλα ελιάς. Και τις γυναίκες (χορός) με στεφάνι καμωμένο από λουλούδια».
Έπαθλα, εν είδει κινήτρου, φαίνεται να «έπαιζαν» και στα κλεφταρματολίτικα λημέρια. Ο καπετάν Γιαννιάς, π.χ., υπόσχεται στον Καραχάλιο «μια ‘σημένια στο ζωνάρι». Πιθανόν, ίσχυε και σε εορτές. Όπως κι αυτό: ο νικητής να έπαιρνε γυναίκα του «μια όμορφη»!
Ιστορικοί και λαογράφοι, άλλωστε, καταγράφουν τους νικητές των λαϊκών αγώνων ως... περιζήτητους γαμπρούς! Στα «Τρικαλινά», μάλιστα, ο φιλόλογος – λαογράφος, Θ. Νημάς, αναφερόμενος στην περίπτωση της Χάσιας (ορεινή Δυτική Θεσσαλία), επισημαίνει πως συχνά η επιλογή του μνηστήρα γινόταν με αγώνα δρόμου -ή, σπανιότερα, πάλης- που προκήρυσσε ο ίδιος ο πατέρας της κοπέλας! Για να βρει τον πιο λεβέντη...
Οι (πρωτ)αθλητές της εποχής...
Η ρώμη (αγωνίσματα) και οι... Ρωμιοί (αθλητές)! «Μήπως οι πρωτεργάται της εθνικής μας παλιγγενεσίας δεν ήσαν όλοι αθληταί;» αναρωτιόταν το ’31 η Αθηνά Σπανούδη («Ο αθλητισμός σύγχρονη θρησκεία»). Κι έδινε το στίγμα για τους «πρωταθλητές» της εποχής. Αυτοί ήταν, οι ήρωες του ’21...
Δικά τους «πρωτοσέλιδα», κι εδώ, λογοτεχνία και παράδοση. Έστω (συχνά) με τις όμορφες υπερβολές τους...
● «Καραχάλιο παλικάρι, σήκω πέτα το λυχνάρι», καλεί το δημώδες το πρωτοπαλίκαρο τ’ Ανδρούτσου, Καπετάνιο στη Λιβαδειά. Που τον παλούκωσε κι έκαψε ο Ομέρ, Απρίλη του ’21...
● «Ο θεοσεβής αθλητής», έγραψε για τον Αθανάσιο Διάκο ο Βαλαωρίτης. Επιβεβαιώνοντας απόλυτα το λαϊκό το σώσμα: «Πρόμαχος και αθλητής, Λεωνίδου μιμητής...»
● Σε μια στροφή του ανέκδοτου «Οδός Ακροπόλεως», ο Δημήτρης Λιαντίνης (ο καθηγητής με το μυθικό εγκόσμιο «αντίο» στα μονοπάτια του Ολύμπου), γράφει: «Εδώ, στον ξύλινο Κουλέ, εκρεουργήθηκε ο πρώτος αθλητής, Οδυσσέας Ανδρούτσος». Ήταν. Ασύλληπτος στο τρέξιμο, «ωκύπους» (φτεροπόδαρος). Τόσο, που κάποτε, λέει, έβαλε στοίχημα πως θα νικούσε ένα άλογο του Αλή και το «’σκασε»! Το άλογο...
● Ένας τούτος κι ένας ο Νικηταράς (Σταματελόπουλος)... «Ο Τουρκοφάγος αθλητής του γένους νέος ακρίτας», καταπώς τραγουδήθηκε, αντάμα με αυτό: «Γεια σου και ‘σύ Νικηταρά, που ‘χεις στα πόδια σου φτερά»…
Ο Νικολαράς και «ο αράπης του Σουλτάνου»...
Κι άλλοι, πολλοί, λιγότερο γνωστοί... Απ’ τον Νικοτσαρά (Αρματωλός του Ολύμπου, για τον οποίο «διηγούνται ότι ηδύνατο να υπερπηδήσει επτά συγχρόνους ίππους στοιχηδόν τεταγμένους» - Αδρεόπουλου, «Αρματολίτικος και Κλέφτικος αθλητισμός») και τον Ζαχαριά (Μωραϊτης Πρωτοκλέφτης, για τον οποίο ο Σαράντης Καργάκος έγραψε πως ήταν τόσο γρήγορος, που, όταν έτρεχε, τα πόδια του ακουμπούσαν στα... αφτιά του!), μέχρι τους Ψαριανούς, που διέσωσε ο (Ψαριανός) πυρπολητής, Νικόδημος («Υπόμνημα της Νήσου Ψαρών»)...
Τον Κοκωσή («φαινόμενο ρώμης») και τον ξακουστό, Νικολαρά...
Κάποτε, λέει, που οι Τούρκοι είχαν όμηρους στην Πόλη κάτι Ψαριανούς, πήγε πρεσβεία να παρακαλέσει τον Σουλτάνο να τους αφήσει ελεύθερους. Μαζί και δαύτος. Γίγαντας, θεριό.
«Μόλις τον είδε ο Σουλτάνος τον εθαύμασε.
- Βάϊ, βάϊ! Νε μπεχλιβάν βαρ! Μάσσαλα! Μάσσαλα! Φτου! Φτου!
Ας τα εξηγήσωμε: Πώ, πώ, πω! Τι παλαιστής είν’ αυτός! Να μη βασκαθή! Φτου! Φτου!»
Και, μέσω του δραγουμάνου του, έστειλε στους Ψαριανούς το μήνυμα: αν ο Νικολάρας παλέψει και νικήσει τον αράπη παλαιστή του, θα τους αφήσει λεύτερους.
«Ο Νικολάρας εδέχθη πρόθυμος. Έβγαλε αφελέστατα το γελέκο, το πουκάμισό και τη φουφούλα του μέσα στο σουλτανικό διαμέρισμα και περίμενε. Καμμιά φορά ήλθε και ο Αράπης και τον ετίναξε κι αυτόν κάτω, ενώ ο Σουλτάνος κατάπληκτος και χειροκροτών, όχι μόνον απέλυσε τους ομήρους, αλλά και εφόρτωσε τους Ψαριανούς με δώρα...»
Και... «αθλήτριες»!
Και «αθλήτριες»; Σε μια ιδιότυπη περίπτωση ηρωικού «φεμινισμού», εντοπίζονται και δαύτες.
«Και μιαν αυγή και μια λαμπρή, μια ‘πίσημη ημέρα,
βγήκαν να παίξουν τα σπαθιά, να ρίξουν το λιθάρι,
κι από το πείσμα το πολύ και από τη λεβεντιά της,
εκόπη τ’ ασημόκουμπο κι εφάνη το βυζί της»
Δεν ίσχυε παντού. Στη Μάνη, πάντως, όπου «αντιθέτως απ’ ό,τι ίσχυε εις άλλας περιοχάς της Ανατολής, ούτε κλεισμέναι εις τον γυναικωνίτην, ούτε σκλάβοι ήσαν. Διότι η απόμακρος αύτη περιοχή, διετηρήθη ελευθέρα», ο Γάλλος, Pouqueville (αρχές 19ου αι.), εντόπισε «αθλήτριες».
Τις Καλλιπάτειρες της λεφτεριάς, που στις γιορτές, ασκούνταν στο λιθάρι και το «πήδημα» και «κατά της ημέρας του θερισμού συνεκεντρούντο την εσπέραν, μετά την εργασίαν των εις τους αγρούς εις ορισμένας εξοχικάς τοποθεσίας και ηγωνίζοντο μεταξύ των εις τα όπλα, εις την ρίψιν ενός φυσικού και ακατεργάστου λίθου και εις το τριπλούν άλμα».
Κάτι τέτοιο, διηγείται, είχε δει ο ίδιος, με τα μάτια του, κοντά στην Καρδαμύλη («όμιλος γυναικών, με το πουκάμισο και τον ποδήρη χιτώνα, να αγωνίζωνται ως άνδρες εις ένα καταπράσινο λιβάδι»). Όταν, δε, εξέφρασε απορία, ένας απ’ τους πρόκριτους, ο καπετάν – Τρουπάκης, του επιβεβαίωσε πως οι Μανιάτισσες, ήταν πολύ γυμνασμένες και άσοι στο σημάδι και σχεδόν πάντα ενεργές στις ένοπλες μάχες με τους Τούρκους...
Αθλητισμός, όπου δεν πάτησαν οι Τούρκοι...
Τα ελληνικά τα χώματα που «φώναζαν» κάτω απ’ το οθωμανικό λεπίδι... Υπήρχαν, όμως, και τα άλλα. Εκεί που η εθνική συνείδηση κούρνιαζε μεν εξαντλώντας και δαύτη υπομονές (μέχρι τη μεγάλη ώρα, που...), κάτω από (άλλη) «μπότα», αλλά δίχως το βάσανο από τη μυρωδιά του αίματος και τον ανατριχιαστικό ήχο της «χατζάρας». Πιο «πολιτισμένα», πιο «ελεύθερα». Εκεί, λοιπόν –το επιτρέπαν’ οι συνθήκες- ο αθλητισμός αναπτύχθηκε αλλιώς. Όχι ως ορμέμφυτη ανάγκη, «ηρωικά», με υποσυνείδητους εθνο-πατριωτικούς σκοπούς. Αλλά, απλά, «ως σπορ». Παιχνίδι- κληρονομιά από τους κτήτορες.
Η πιο χαρακτηριστική περίπτωση, στρέφει το μάτι στην αριστερά μεριά του χάρτη. Ιόνιο, Επτάνησα. Με επίκεντρο την Κέρκυρα. Τούρκου, εκεί, μετά την Άλωση, ποδάρι δεν επάτησε. Βενετσιάνοι, ναι. Γάλλοι, ναι. Ρώσοι, ναι. Εγγλέζοι, ναι. Τούρκοι, ποτέ.
Τα χρόνια γύρω απ’ τον ξεσηκωμό, βρίσκουν τα Ιόνια υπό την «προστασία» (από το 1815) των Εγγλέζων. Sportsmen του λόγου τους και το νησί το βίωσε, «κληρονομώντας» πράμα. «Αποκαλυπτική» μοιάζει μια σειρά επιστολών ενός στρατιώτη, ονόματι Ουήλερ για δρώμενα των ετών 1823-’24 (πρώτη δημοσίευση το 1974, στα «Κερκυραϊκά Νέα», μτφρ. Ι. Δαμασκηνού).
Σε μία εξ αυτών, δίνοντας έξοχα το πλήρες εορταστικό «πορτραίτο» που συνόδευσε τα εγκαίνια του ανακτόρου των Αγ. Μιχαήλ και Γεωργίου, στις 23 Απριλίου του 1823, γράφει: «Η μέρα πέρασε καλά και πολλά ήταν τα αγωνίσματα, δηλαδή πάλη, μποξ, τρέξιμο, άλματα και πολλά άλλα...». Μεταξύ τους και το κρίκετ. Αγώνας μεταξύ Άγγλων αξιωματικών του 32ου τάγματος.
Το (επιπλέον) σημαντικό; Είναι η πρώτη, ίσως, φορά επί (σημερινού) ελληνικού εδάφους, που καταγράφεται αθλητική δραστηριότητα υπό τη μορφή αθλοπαιδιών, με προφανές το στοιχεία της ομαδικότητας (κατά την αγγλοσαξωνική αθλητική κουλτούρα). Ήδη, βέβαια, απ’ τους προηγούμενους αγώνες, η αθλητική δράση στο νησί έχει ενσωματώσει κι άλλα «σπορ». Απ’ τις λεμβοδρομίες (αρχές Φεβρουαρίου του 1820, μαρτυρείται αγώνας με τη συμμετοχή 12 τετράκωπων σκαφών) και τους ιππικούς, μέχρι κάποια περισσότερο... φευγάτα! Μια ιδέα;
● ΤΖΙΟΣΤΡΑ: Μεσαιωνικό ιππικό αγώνισμα, σε δύο εκδοχές. Στην πρώτη (giostra dell’ anello), οι ιππείς (cavalieri) έτρεχαν ως την άκρη του οριοθετημένου χώρου, προσπαθώντας, με τις λόγχες τους, να σηκώσουν ένα δακτυλίδι που κρεμόταν σ’ ένα κοντάρι. Στη δεύτερη (giostra della Quintana), να χτυπήσουν ένα ανδρείκελο που κρεμόταν από ξύλο.
● ΚΟΚΚΑΝΙΑ: Στην κορυφή ενός ψηλού κονταριού (ιστός) κρεμούσαν τρόφιμα, κυρίως κρέατα. Κατόπιν, άλειφαν τον ιστό (ύψους 4-5 μ.), με λιπαρή ουσία (λίπος, σαπούνι, λάδι) και οι συμμετάσχοντες άρχιζαν την αναρρίχηση. Όποιος έφθανε στην κορυφή, έπαιρνε τα δώρα.
Ώσπου ήρθε η λεφτεριά. Η σύσταση του ελληνικού Κράτους. Το μεγάλωμα της επικράτειας. Η (απ’ τα τέλη του 19ου αι.) σταδιακή οργάνωση, ακμή, «σχηματοποίηση» του αθλητισμού (ίσαμε, στράτα- στράτα, τη σημερινή «εικόνα» και δομή του). Όχι γρήγορα.
«Ο λογιωτατισμός», σημειώνει ο Μωραϊτης («Αθλητική Ηχώ», φ. 26/10/49), «παρ’ όλην την προσήλωσίν του προς τας κλασσικάς παραδόσεις, δεν ηδυνήθη να αντιληφθή τας εκδηλώσεις του αθανάτου αρχαιοελληνικού πνεύματος. Έτσι, αντί τα σχολεία να γίνουν φυτώρια νέων αθλητών, έγιναν κέντρα διδασκαλικής μωρίας. Παρήλθον 20 και πλέον έτη μετά την ανεξαρτησίαν και ούτε ένα σημαντικόν βήμα αθλητικής προόδου». Αλλά κόπιασε.
Πήρε τον κορβανά απ’ τα παλιά «αθλήματα», κάποια τα «αφόρισε» χώνοντάς τα στη λήθη της γκραβούρας, άλλα, πολλά, τα «ωραιοποίησε», τα μετεξέλιξε, τους έβαλε κανόνες, τα έχωσε σε γυμναστήρια και στάδια, πρόσθεσε τα «φρέσκα», τα «ομαδικά», που τα ‘μαθε απ’ έξω, άλλαξε στόχους, άλλαξε μορφή. Έβγαλε τη φουστανέλα, φόρεσε πολυεστέρα με το logo χορηγού κι έμαθε ν’ αναζητεί την υστεροφημία του σε χρωματιστά οκτάστηλα και «κλικ» με τρία «w». «Εκατό οργιές το πήδημα, εξήντα το λιθάρι...». Τελεία, «com»...